-
1 κλαδί
[клади] ουσ. о. ветка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλαδί
-
2 ветка
ветка ж 1) το κλαδί, το κλαρί· виноградная \ветка το αμπελόκλημα 2): железнодо рожная \ветка η σιδηροδρομική διακλάδωση* * *ж1) το κλαδί, το κλαρίвиногра́дная ве́тка — το αμπελόκλημα
2)железнодоро́жная ве́тка — η σιδηροδρομική διακλάδωση
-
3 ветвь
1. (дерева, кустарника) το κλαδίτο κλαρίτο κλωνάρι2. (науки и т.п.) о κλάδος 3. (ответвление от чего-л. главного) η διακλάδωσ/η. спиральная - (галактики) о σπειροειδής βραχίονας του ΓαλαξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ветвь
-
4 ветка
1. бот. το κλαράκιτο κλαδί2. (железнодорожная) η διακλάδωση (σιδηροδρόμου)η δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ветка
-
5 сучок
το κλωνάρι, το κλαδί(в доске бревне) о όζος, ο ρόζοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сучок
-
6 черенкование
το μπόλιασμα με κλαδί (των φυτών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > черенкование
-
7 ветвь
ветвьж1. (дерева) τό κλαδί, τό κλαρί, ὁ κλώνος, τό κλωνάρι·2. перен (науки, техники) ὁ κλαδος (επιστήμης, τέχνης)·3. (рода) ὁ γενεαλογικός κλάδος. -
8 ветка
веткаж1. τό κλαράκι, τό κλαδί·2. ж.-д. ἡ διακλάδωση [-ις] (σιδηροδρόμου). -
9 лозца
лозца́ж1. (ива) ἡ Ιτιά, ἡ ίτέα·2. (ветка) ἡ κληματόβεργα, ἡ κληματσίδα (виноградная)/ τό βάγιο, τό κλαδί ίτιας (вербы). -
10 ответвление
ответв||лениес1. (отросток, ветвь) τό κλαδί, ὁ κλάδος, ὁ κλώνος, τό κλωνί, τό κλωνάρι, τό κλαρί·2. (дороги и т. ἡ.) ἡ διακλάδωση (όδοῦ)·3. перен τό παρακλάδι:\ответвлениеление ао́рты анат. ὁ κλάδος τής ἀορτής, -литься несов διακλαδίζομαι, διακλαδώνομαι. -
11 сук
сукм τό μεγάλο κλαδί, τό μεγάλο κλαρί. -
12 сучок
суч||окм τό κλωνάρι, τό κλαδί/ ὁ ρόζος (обрубленный)· ◊ без \сучокка, без задоринки разг χωρίς νά σκαλώσω πουθενά. -
13 ветвь
[βιέτφ’] ουσ. θ. κλαδί -
14 ответвление
[ατβιτβλιένιιε] ουσ. ο. κλαδί -
15 сук
[σούκ] ουσ. α μεγάλο κλαδί -
16 сучок
[σουτσόκ] ουσ. α κλωνάρι, κλαδί -
17 ветвь
[βιέτφ’] ουσ θ κλαδί -
18 ответвление
[ατβιτβλιένιιε] ουσ ο κλαδί -
19 сук
[σούκ] ουσ α μεγάλο κλαδί -
20 сучок
[σουτσόκ] ουσ α κλωνάρι, κλαδί
См. также в других словарях:
κλαδί — κλαδί, το και κλαρί, το υποκορ. του κλάδος, μικρός κλάδος: Κόβει τα κλαδιά του δέντρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… … Dictionary of Greek
κλαδί — κλάδος branch neut dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
κλαδώνω — [κλαδί] 1. (για φυτά) αποκτώ κλαδιά 2. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω το κουκούλι 3. (σηροτρ.) τοποθετώ κάθετα κλαδιά, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν… … Dictionary of Greek
Πελασγοί — Προελληνικό φύλο ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Για τη φυσιογνωμία των Π. διατυπώθηκαν πάρα πολλές θεωρίες, μία μάλιστα από αυτές είναι αρνητική. Δεν παραδέχεται δηλαδή την ύπαρξη ιδιαίτερης φυλής με το όνομα αυτό και θεωρεί πως ο χαρακτηρισμός… … Dictionary of Greek
ακρεμών — ἀκρεμὼν ( όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων) μσν. (για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης) αρχ. 1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά 2. η άκρη τού κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι 3. (γενικότερα) το άκρο «κεράων ὰκρεμόνες… … Dictionary of Greek
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
όζος — (I) ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος) 1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο 2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός 3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αγιόκλαδο — το κλαδί φοίνικα, ελιάς ή βαγιού αγιασμένο στον ναό, που προσφέρεται στους πιστούς από τον ιερέα την Κυριακή τών Βαΐων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κλαδί] … Dictionary of Greek